- ὑποφέρων
- ὑποφέρωcarry away underpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… … Dictionary of Greek
ολιγωρώ — (Α ὀλιγωρῶ, έω) [ολίγωρος] 1. αμελώ, αδιαφορώ («υἱέ μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου», ΚΔ) 2. παραμελώ μσν. λιποθυμώ («ἔφασκεν ὅτι φοβερὰν ὀπτασίαν ἀγγέλου θεωρῶ καὶ μὴ ὑποφέρων αὐτοῡ τὴν θεωρίαν ὀλιγωρῶ καὶ πίπτω», Θεοφάν.) αρχ. ανησυχώ, αδημονώ … Dictionary of Greek